Η εκκλησία του Αϊ Γιάννη στη Γλούστα

www.geocities.com/glousta

 

Αγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος

Κεφαλοχώρι (Γλούστα) Φιλιατών Θεσπρωτίας


Τρίκλιτη βασιλική με ημικυκλική οροφή και μεταγενέστερο νάρθηκα.
Η κάλυψη του ιερού γίνεται με καμάρες. Ο κυρίως ναός στο κεντρικό κλίτος καλύπτεται με δύο φουρνικά και με μία καμάρα. Τα πλάγια κλίτη του κυρίως ναού καλύπτονται με τέταρτα του κυλίνδρου. Ο χωρισμός των κλιτών γίνεται με δύο σειρές κιόνων από δύο στην κάθε μία.
Εξωτερικά, πάνω από την αψίδα του ιερού υπάρχει η χρονολογία 1817.
Στο νότιο τοίχο του νάρθηκα (εξωτερικά) υπάρχει η χρονολογία 1861.
Το τέμπλο του ναού είναι ξύλινο με ξυλόγλυπτο το αποστολικό και τις τρεις θύρες που οδηγούν στο ιερό.

 

Πηγή:
Τα στοιχεία προέρχονται από το αρχείο της 8ης εφορείας βυζαντινών αρχαιοτήτων. Δυστυχώς δεν υπάρχει κάποια δημοσίευση με περισσότερα και αναλυτικότερα στοιχεία για τον Αϊ Γιάννη της Γλούστας. Αν κάποιος έχει στοιχεία για την εκκλησία αλλά και για ήθη και έθιμα που αφορούν  το πανηγύρι του χωριού μας, θα παρακαλέσουμε να επικοινωνήσει μαζί μας με  e-mail στη διεύθυνση glousta@yahoo.gr ώστε να τα δημοσιεύσουμε στην ιστοσελίδα της Γλούστας.

 

<<...Και νάτες τώρα, οι Γλουστινές γυναίκες κάθε απόγευμα να ετοιμάζουν τα πάντα. Καθαρίσανε την εκκλησιά μέσα κι έξω, καθώς και το χοροστάσι. Κι επειδή την εποχή εκείνη έξω από την εκκλησιά γινότανε κοινό τραπέζι, οι γυναίκες ετοιμάσανε τα πάντα, από τραπέζια, καθίσματα και μπάσια, καζάνια, πυροστιές, σαγάνια, πιάτα, κουταλοπήρουνα κλπ., που τα 'φέρναν οι γυναίκες από τα σπίτια τους και τα ξαναπέρνανε πάλι όταν τελείωνε το πανηγύρι.

Δυο μέρες δε πριν το πανηγύρι, οι γυναίκες πηγαίναν για ξύλα απάνω στη Βελίκα και στο γυρισμό είχαν ένα αγόρι που κρατούσε ένα ψηλό κοντάρι, στην κορυφή του οποίου υπήρχε σταυρός κι εκεί που σμίγονταν το κοντάρι με το σταυρό είχαν δεμένο το φλάμπουρο, ένα μεγάλο μαντήλι σε χρώμα ουρανί, που ήταν της εκκλησίας και το 'χαν για κάθε χρόνο. Τ' αγόρι προηγούνταν κι ακολουθούσαν οι γυναίκες τραγουδώντας. Την ίδια στιγμή απ' όλα τα σοκάκια της Γλούστας, ανηφόριζαν οι Γλουστινοί προς το χοροστάσι της εκκλησιάς τ' Αϊ Γιάννη.

Οι επίτροποι της εκκλησιάς υποδέχονταν τις ζαλωμένες με ξύλα γυναίκες με το πατροπαράδοτο λουκούμι, που το παίρναν ζαλωμένες και μόλις ξεζαλώνονταν μια μια έμπαιναν στο χορό και χορεύανε τραγουδώντας με το στόμα, ενώ οι επίτροποι της εκκλησιάς συνεχίζανε να κερνούν με λουκούμι όλους τους χωριανούς που συγκεντρώνονταν...

...Και συνεχίζουμε για το πανηγύρι τ' Αϊ Γιάννη -που είναι πολιούχος- της Γλούστας.

Την παραμονή το απόγευμα οι γυναίκες όλου του χωριού ασχολούνταν πάλι με την καθαριότητα αλλά και με το φαγητό. Καθαρίζανε τα κρεμμύδια, τις πατάτες, πλένανε τα κρέατα και το ρύζι και τα ετοιμάζαν αυτά για να γίνει ο καβρουμάς και το γιαχνί. Οι δε άντρες φτιάχνανε τους ίσκιους πάνω από τα τραπέζια, διορθώνανε τους δρόμους κλπ.

Πιο δυνατά και πιο χαρούμενα χτυπούσαν οι καμπάνες σαν ξημέρωνε η γιορτή. Οι καμπάνες ήταν δύο. Η μεγάλη, που ήταν κρεμασμένη στο καμπαναριό κι είχε βροντερό χτύπημα και μια μικρή που τη λέγανε σήμαντρο και τη χτυπούσανε για το σχολειό, για να συγκεντρώνονται τα παιδιά. Υπήρχε δε γραμματοδάσκαλος που τον πληρώναν οι πατεράδες με καλαμπόκι, σιτάρι, φασόλια κλπ. Τα δε μαθήματα ήταν αριθμητική, γεωγραφία και θρησκευτικά. (Το 1850 η Γλούστα κατοικούνταν από εκατόν δέκα οικογένειες. Το 1899 είχε σχολείο με τριάντα μαθητές).

Γινόταν η λειτουργία λοιπόν στην εκκλησία και έρχονταν κόσμος απ' όλα τα Πανωχώρια της Μουργκάνας, καθώς πηγαίναν και οι Γλουστινοί στα δικά τους πανηγύρια. Κι όπως τους περίμεναν και τους περιποιούνταν οι Γλουστινοί, έτσι τους περιποιούνταν στα πανηγύρια τους και τ' άλλα τα χωριά, τα λεγόμενα δεκάξι χωριά της Μουργκάνας, που όμως δεν ήταν δεκάξι αλλά τριάντα ένα...

...Οταν τελείωνε η λειτουργία, όλο το εκκλησίασμα κατευθυνόταν στο χοροστάσι, με τους λαμπροντυμένους παπάδες μπροστά που πάντοτε ήταν τρεις γιατί ερχότανε και οι παπάδες της Λίστας και του Λια στο πανηγύρι της Γλούστας. Αλλά κι ο παπάς της Γλούστας, που ήταν την εποχή της επανάστασης ο παπα Νικόλα-Κασέτας, πήγαινε στα πανηγύρια τους. Κάνανε αγιασμό και μετά κάθονταν όλοι στα τραπέζια και τους καλωσορίζανε με το πατροπαράδοτο τσίπουρο (ρακί), που οι πότες της εποχής το είχαν βαφτίσει δάκρυ της Παναγίας.

Εν συνεχεία σερβίρονταν τα σαλατικά, τα φαγητά και το κρασί, από αγόρια και κορίτσια με πάσα στα πιάτα, που φτάναν στα χέρια των νιόγαμπρων και των νιόνυμφων κι αυτοί τα τοποθετούσαν μπροστά στους καλεσμένους. Αρχίζανε δε από την κεφαλή του τραπεζιού, που ήταν το σημείο που καθόταν και οι πρόεδροι των χωριών (Μουχτάρηδες όπως τους έλεγαν τότε).Αν δεν χωρούσαν τα τραπέζια, μόλις τρώγαν οι πρώτοι, έβγαινε ο δίσκος με την εικόνα και τα όργανα τα οποία παίζανε μοιρολόγι κατά το έθιμο) για να ακούσουν και οι πεθαμένοι κι ακολουθούσε δεύτερο τραπέζι που κάθονταν και τρώγαν και οι υπόλοιποι. Και μετά; Ολοι στο χορό, οικογενειακά, συν γυναιξί και τέκνοις. Αδελφικότατα, άρρενες τε και θήλεις...>>

  Σημείωση:
Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο του Γιάννη Μούτσιου: ΤΑ ΠΑΝΩΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΡΓΚΑΝΑΣ, Γιάννενα 1998.